τρίρρυθμος

τρίρρυθμος
τρί-ρρυθμος, ον,
A of three feet, κῶλα, applied to paeonic rhythm, Sch.Ar.Ach.665, Pax345.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρίρρυθμος — ον, Α (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις ρυθμικούς πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. τετρά ρρυθμος] …   Dictionary of Greek

  • τρίρρυθμον — τρίρρυθμος of three feet masc/fem acc sg τρίρρυθμος of three feet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίρρυθμα — τρίρρυθμος of three feet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”